καυστικά αλκάλια — Ονομασία υδροξειδίων των αλκαλικών μετάλλων (ομάδα ΙΑ του περιοδικού πίνακα), όπως το καυστικό κάλιο (KOH), το καυστικό νάτριο (ΝaΟΗ) κ.ά. Από χημικής άποψης, όλα τα κ.α. είναι βάσεις και τα διαλύματά τους είναι καυστικά στο δέρμα και στους… … Dictionary of Greek
καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… … Dictionary of Greek
καυστικάς — καυστικά̱ς , καυστικός capable of burning fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… … Dictionary of Greek
Κουτούζης, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1741 – 1813). Ιερέας, ζωγράφος και σατιρικός ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους ζωγράφους της Επτανησιακής σχολής του 18ου αι., ενώ είναι γνωστός επίσης για τα καυστικά σατιρικά ποιήματά του καθώς και για τον ιδιότυπο… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
δηγμός — δηγμός, ο (Α) [δάκνω] 1. το δήγμα, το δάγκωμα 2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.) 3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.) 4. (για τον… … Dictionary of Greek
διψομανία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς ακατανίκητης τάσης προς πόση. Ο διψομανής δεν προτιμά κατ’ ανάγκη τα οινοπνευματούχα ποτά, αλλά συχνά πίνει κάθε είδους υγρό, όπως τεράστιες ποσότητες νερού, γάλακτος κ.ά., ενώ σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
εσχαρωτικός — ή, ό (Α ἐσχαρωτικός, ή, όν) [εσχαρώ] ιατρ. ο κατάλληλος για τον σχηματισμό εσχάρας, αυτός που συντελεί στο να σχηματιστεί εσχάρωση νεοελλ. (για χημικές ουσίες) αυτός που παράγει εσχάρα σε έλκος ή πληγή αρχ. φρ. «φάρμακα ἐσχαρωτικά» καυστικά… … Dictionary of Greek
κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… … Dictionary of Greek